συνεπιμαρτυρώ

συνεπιμαρτυρώ
-έω, MA
επιμαρτυρώ κι εγώ, παρέχω κι εγώ τη διαβεβαίωση μου (α. «παρέξομαι τοῑς λόγοις. συνεπιμαρτυροῡντα τὰ πράγματα», Άνν. Κομν.
β. «συνεπιμαρτυροῡντος τοῡ θεοῡ σημείοις», ΚΔ
γ. «συνεπιμαρτυρεῑ ὁ βίος ἅπας», Αριστοτ.)
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) έχω ορισμένη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιμαρτυρῶ «επιβεβαιώνω ως μάρτυρας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνεπιμαρτύρησις — ήσεως, ἡ, Α [συνεπιμαρτυρῶ] η από κοινού επιβεβαίωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”